- κομψοτεχνία
- ηη τέχνη τής κατασκευής κομψοτεχνημάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < κομψοτέχνης. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κομψοτεχνικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κομψοτέχνη ή στην κομψοτεχνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψοτέχνης ή κομψοτεχνία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek